παραπομπή

παραπομπή
παραπομπ-ή, ,
A convoying, σίτου Decr. ap. D.18.73 ; ἡ κατὰ θάλασσαν π. Onos.6.14.
2 escort, convoy,

π. δώσειν Arist. Oec.1351b24

; πέμψαι, ἐξαποστέλλειν, Plb.30.9.13, 15.5.7 ;

παραπομπῆς τυχεῖν D.S.20.45

, cf. PSI5.446.12 (ii A. D.) : pl.,

παραπομπαὶ ὄχλων Ph.1.592

; of a funeral procession,

π. καὶ κηδεία IG12(7).239.32

([place name] Amorgos) ; of athletes, being escorted by a body of supporters, Charito 6.2.
II transport, conveyance, αἱ τῶν καρπῶν π., whether by importation or exportation, Arist.Pol.1327a8 ; ἑκάστης ἡμέρας π. ἐγίγνοντο supplies were introduced, X.HG7.2.23 ;

π. ποιεῖν τῶν ἰχθύων Antiph.190.15

; παραπέμψαι τὴν π. X.HG7.2.18 ; συμπαραπέμπειν τὴν εἰς Φλιοῦντα π. Aeschin.2.168.
2 production, ἡ ἔξω π. bringing forth the statue from the mould, Ph.2.318.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραπομπῇ — παραπομπή convoying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπή — convoying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπή — η, ΝΑ [παραπέμπω] νεοελλ. 1. αποστολή, διαβίβαση, μεταβίβαση («έγινε η παραπομπή τής αίτησης στους ανωτέρους») 2. προσαγωγή σε δίκη 3. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο με την οποία ορίζεται ο συγγραφέας, το σύγγραμμα, το κεφάλαιο, ο στίχος ή η… …   Dictionary of Greek

  • παραπομπή — η 1. αποστολή, διαβίβαση: Έγινε παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο. 2. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο για την πηγή απ όπου πάρθηκε η λέξη ή η φράση: Οι παραπομπές στις πηγές δείχνουν την ευσυνειδησία του συγγραφέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπομπαῖς — παραπομπή convoying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπαί — παραπομπή convoying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπῆς — παραπομπή convoying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπήν — παραπομπή convoying fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπῶν — παραπομπή convoying fem gen pl παραπομπός attending as convoy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιάνειο δίκαιο — Το corpus juris civilis, που αποτελεί το καταστάλαγμα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: α) Εισηγήσεις (iustitutiones), οι οποίες διαιρούνται σε τέσσερα βιβλία, καθένα από τα οποία χωρίζεται σε τίτλους και κάθε τίτλος σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”